Κυριακάτικο απογευματινό με φασαριόζικη σοροκάδα να ανεβάζει τη θερμοκρασία και…
Χτύπησε παρατεταμένα το τηλέφωνο
«Παρακαλώ!»
Ήταν ένα καλό τεστ στα γηρασμένα μου εγκεφαλικά κύτταρα! Αναγνώρισα αμέσως εκείνη την καθαρή, λεπτή, σταθερή γεμάτη ευκρίνεια και ευγένεια φωνή. «Είναι ο Πάρις Γαβριηλίδης από το τμήμα προμηθειών του Χαλυβουργείου» σκέφτηκα.
Σε λίγα λεπτά θα μου ξετυλίξει μιά πορεία, ως νέος Μάρκο Πόλο, στο δρόμο του μεταξιού με στόχο τις εσχατιές του μεγάλου μας στρατηλάτη. Στα χνάρια του Μεγαλέξανδρου!
Τριάντα δύο ημέρες οδοιπορικό στα κακοτράχαλα και είκοσι μία χιλιάδες χιλιόμετρα δρόμο. Αν δεν έχεις τη τρέλα να το κάνεις θα σου μοιάζει όνειρο θερινής νυκτός. Αυτός παρέα με το Γαβρίλο Χαλκίδη τόκανε!
Κι εγώ πριν πολλά χρόνια τόκανα, μέσα από τις σελίδες/εφημερίδες της εκδοτικης Αθηνών και αφηγητή τον Αριαννό. Πάνω σ’ ένα καναπέ, βεβαίως βεβαίως, και με μαλτ στο ποτήρι.
Τις εμπειρίες του Πάρι θα τις βρεις στους συνδέσμους παρακάτω. Εγώ θα σταθώ στην παρουσία του αυτό το απόγευμα της Κυριακής. Απόγευμα Κυριακής που από παιδί πάντα μισούσα γιατί την άλλη μέρα ξημέρωνε η Δευτέρα πάλι… πίκρα και σκοτάδι, όπως το ποίησε ο Τάσος Λειβαδίτης.
Ψηλός, νέος με τρόπους και ευγένεια, όταν πρωτόρθε στο εργοστάσιο στο τμήμα των προμηθειών. Τον συμπάθησα και συνεργαστήκαμε επαγγελματικά για χρόνια. Κι ύστερα πήραμε τους μοναχικούς δρόμους. Εγώ στη σύνταξη κι αυτός στην αναζήτηση!
Φίλε, ευχαριστώ για την απρόσμενη και ευχάριστη έκπληξη!

Γραφει ο Πασχάλης


Αφήστε βρε τα κρουασάν και φάτε τα σάντουϊτς…
Χαϊδεψε ο παππούς τα άσπρα του γένια. «Νέοι καιροί νέα ήθη! Ευδαιμονία! Για πόσο ακόμα;» αναρωτήθηκε. Ύστερα μπερδεύτηκε στα πόδια τους. «Αφήστε τα να φάνε ότι θέλουν. Όλα είναι ρευστά. Αύριο… αύριο, κανένας δε ξέρει.
Έτσι κι εγώ, παιδί γεννημένο στον εμφύλιο. Έζησα τη φτώχεια μες τη φτώχεια! Τρύπια μπαλωμένα ρούχα, τρύπια παπούτσια και σκελέες από παλιά ξεθωριασμένα και τριμμένα πουκάμισα. Όμως η ζωή, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τραβάει μπροστά για δικαίους και αδίκους. Δίνει ευκαιρίες και τις παίρνει. Παίρνει τα δικαιώματά της πίσω και κλείνει τους διακόπτες. Κάνει ότι γουστάρει κι εσύ… νομίζεις πως κάνεις κουμάντο. Νομίζεις!»
Κι αυτός νόμιζε πως τα έλεγε για να τ’ ακούει μόνο αυτός αλλά η κόρη δεν έχανε οξεία.

  • Νά σας κάνω μιά ερώτηση
  • Παρακαλώ…
  • Αν είσαστε τώρα όπως τότε που γίνατε πατέρας θα κάνατε παιδιά;
    -Δυσκολη ερώτηση κόρη μου. Όταν γεννιέσαι τρία ρολόγια βιολογικά παίρνουν μπρος. Το φυσικό που αφορά το σώμα σου, το πνευματικό που αφορά τη νόησή σου και το συναισθηματικό.
    Πάλονται! Εχουν περίοδο. Το καθένα διαφορετική. Πολλές φορές δε συμφωνούν μεταξύ τους. Έτσι μπορεί να έχεις πεντακάθαρο μυαλό και συναισθηματικό χάλια. Πού να συνεννοηθούν ώστε το φυσικό(σώμα), που ποιος ξέρει σε τι κατάσταση θα είναι, να κάνει παιδί.
    Δε ξέρω, δε ξέρω. Η κοινωνία σας είναι μαύρο χάλι και η δυστοπία στρώνει χαλί τη ζωή σας.
    Μάλλον δε θάθελα να ζω, είπε. Έφτυσε τα κουκούτσια από τη φέτα το καρπούζι που του πρόσφεραν, καληνύχτησε ευγενικά και γύρισε το κλειδί. Το μοτέρ πήρε υπάκουα μπροστά και το αυτοκίνητο βγήκε μαλακά στο δρόμο.
    Τα πιτσιρίκια πίσω φώναζαν για άλλο κρουασάν!

Μιαν αλλην εποχή!


Σέρρας: Οδός Κρέσνας- Ιμαρέτ!
Νομίζω θ’ ανοίξει το παράθυρο και θα
φανεί το γλυκό πρόσωπο της κυρά Χρυσάνθης της Σμυρνιάς.
» Ματάκια μου, να τρώτε οψάρια, έχουνε βόσπορο(φώσφορο)»! Και γέμιζε η γειτονιά μυρουδιές απ’ τις τηγανιτές βιργιάνες!


Κι από κάτω ο μπάρμπα Κώτσιος, ο άντρας της. Χωρίς δόντια και βούρτσα μαλλί. Κρεμασμένο αιώνια στα χείλια ένα έθνος άφιλτρο σαλιωμένο, σέρτικο!
«Κατέβα κάτω έχω πελάτες»
«Εσύ ματάκια μου μόνο λεφτά!»
Εκεί στα δεξιά ο καφενές, για το χειμώνα. Η αυλή, κάτω από την κληματαριά. Την είδα ένα καλοκαίρι, παιδάκι εγώ, απ’ το παράθυρο του σπιτιού μου να τη μαδάει με μανία το χαλάζι.
Κι ύστερα, εκεί στα πόδια τους ανίχνευσαν οι αισθήσεις μου για πρώτη φορά τον κόσμο που διάλεξα να ζήσω!
Ερείπιο! Κατασκεύασμα μιας άλλης εποχής παραμένει όρθιο μέχρι σήμερα. Φιλοξένησε ψυχούλες ενσαρκωμένες που άφησαν το αποτύπωμά τους και έφυγαν στο λειμώνα με τους ασφοδέλους!

Συνέχεια

Φλασιά!


Τόφερε στο στόμα…
και ο καπνός απ’ τη βαθιά ρουφηξιά έφτασε στα ήπατα. Εκεί που σβήνουν όλα τα πάθη!
Τον κράτησε αρκετά μέσα του σα νάθελε να τον μετουσιώσει σε βάλσαμο και ύστερα κράτησε παρατεταμένα την εκπνοή.
Την ίδια στιγμή τα μάτια στένεψαν και χαμήλωσαν το δυνατό φως της μέρας. ΚΕΝΟ! Μόνο το εκνευριστικό τσακ της οδοντογλυφίδας στα δόντια.

Διαβάστε περισσότερα: Φλασιά!


Οι ψυχολόγοι το λεν ύπνωση. Αποκοπή απ’ την πραγματικότητα. Ναι!
Γιατί το μυαλό πήρε φόρα και ταξίδευε ανάμεσα στα χωροχρονικά όπως στα στενά του χωριού του που τάξερε σαν την παλάμη του.
Με τα δυό του χέρια πάνω στο χειριστήριο της μεγάλης γερανογέφυρας. Κρεμασμένο στο μικρό γάντζο το work roll για τοποθέτηση στο ρεκτιφιέ.
Δεν ήταν και μικρό πράγμα. Μ’ ένα απαλό πάτημα του κουμπιού να σε υπακούει το θεριό και να τροχηλατεί βαριά πάνω στις ράγες της οροφής.
Μόλις που άκουσε αχνά τη φωνή του χειριστή «Ρε, Θανάση…»
Ο πονέντες δροσερός φυσούσε απ’ τη μεριά που ήταν τα Πιέρια και έφτανε ξεγλυστρώντας πάνω απ’ τ’ αλμυρό νερό στο ζεστό του πρόσωπο. Άνοιξε τα μάτια στο τώρα και..
Τίποτα παραπάνω, μόνο μιά φλασιά στο κλειδωμένο χτες.
Κι αυτοί στο ίδιο τραπέζι, φιλαράκια από το πάλαι ποτέ λαμαρινάδικο.
Πέρασαν τόσα χρόνια…

Συνέχεια

Στου Υδροχόου την εποχή!

Ετικέτες

,



Στην εποχή του Υδροχόου…
Νερά, πολλά νερά! Ευτυχώς σταμάτησαν οι βροχές! Κι από σήμερα, η νύχτα θα κερδίζει και η μέρα θα χάνει. Μιά διαδικασία που, τουλάχιστον εγώ, την αντιλαβάνομαι εδώ και 75 χρόνια!

Συνέχεια

Της νύχτας…


Σκοτεινιάζει!
Πέφτει η νύχτα πάνω στη γειτονιά καθώς οι τελευταίες ακτίνες χάνονται στη δύση. Θα γεμίσει ο δρόμος σκιές και ψίθυρους καθώς οι παιδικές φωνές θα χάνονται ανάμεσα στους τοίχους. Στα σκοτάδια κρύβονται τα εξωπλάσματα και οι πονηρές ψυχές. Κι όπως οι ανάσες θα τραχύνονται χορεύοντας στα γκρίζα όνειρα ο χρόνος αδυσώπητα θα γυρνάει τα γρανάζια του τρίζοντας.

Συνέχεια

Το τελευταίο μπάρκο!


Το τελευταίο μπάρκο!
Δε σηκώνεσαι κάποιο πρωί και… Μάνα θα πάω στα καράβια! Δεν πάει έτσι. Αυτά στην πέννα του Καββαδία.
Αν δεν ποτέ την αγάπησες δυνατά τότε ασήμωσε τυχοδιωκτικά. Εδώ κουμάντο κάνει αυτός που τάχει. Κι εσύ, μ’ αρμύρα και δουλειά χρυσώνεις τη ζωή!
Μακριά, στον κόσμο των σουέλ και της ορθοπλωριάς. Κάπου σε περιμένει! Μόνο να μη σε πιάσει η λαμαρίνα.
Όλα γυρνούν στη σκέψη. Χρόνος και αποφάσεις! Θάναι το τελευταίο μπάρκο.
Κι ύστερα… νοσταλγία.
Ήσουν με το Θεό κι άκουγες τη φωνή σου. Μίλαγες στους ανέμους και είχες προσμονή!
Πως να καλύψεις τη δρασκελιά που, αλλού τα θέλω κι αλλού τα πρέπει.
Όχι όχι… θάναι το τελευταίο μπάρκο κι ας σου σκίζουν τα σωθικά θαλάσσιες αύρες.
Η οικογένεια στέρεα πατά το χώμα!

Ονείρου παγίδα.


Σσστ..;. μή μιλάς… Άκου…
Θεία μελωδία θαρρείς… Ανοίγεις τα μάτια στο φως… Ξημέρωσε!
Πετάγεσαι και τρέχεις στην καθημερινότητά σου. Συντάσσεις τη σκέψη σου… Τι έχουμε σήμερα;
Να κάνω, να πάω,να δώσω, να πάρω, να, να, να… Η χωρίστρα στο χτένισμα ξεφεύγει, θάναι από τον άτσαλο ύπνο που έκανα.
Μα βρε παιδί μου, πέφτεις το βράδυ για ύπνο και θαρρείς όλα συσσωρεύονται σε μιά άκρη του βέλους. Αυτού πού θα στοχεύσει την καθημερινή σου ύπαρξη. Και όλα ζητούν λύση κατά προτεραιότητα και άμεσα.
Προβλήματα, προβλήματα, προβλήματα…
Ά ναι, έχω και τις εξυπηρετήσεις. Θα περιμένει, πρέπει να βρω χρόνο να πάω. Το ξέρω μοιράζομαι και δεν έχω άλλο ποσοστό τους εαυτού μου ελεύθερο. Πρέπει κι αυτό να το φροντίσω… Άαα, έχω να πάω και στο γιατρό… Θεέ μου δε θα προλάβω τίποτα. Τρέλα!
Ευτυχώς ο Μορφέας κλείνει το διακόπτη και τα μάτια σφαλίζουν. Ο ύπνος έρχεται, τα όνειρα φεύγουν και το πρωί… Reset στα προβλήματα. Πιάνεις την άκρη κι ακούς το βόμβο του κινητού σου. Χμ, κάτι ήταν να γράψω. Κι έχω ανθρώπους που με περιμένουν…
Μια ηλιαχτίδα τρύπησε τον αμφιβληστροειδή. Ήταν πορτοκαλιά, στο ξύπνημα. Άϊντε και συ, την καλημέρα μου. Με τραβά από το ρούχο μου «δες, μου λέει, άκου… ένα αηδονάκι. Πες του καλημέρα!»
Γειώνομαι άτσαλα με την οδοντόβουρτσα σταματημένη στο στόμα. Μοιραία σκάει το διά ταύτα. Φόρτωσες τη ζωή σου με πολλά προβλήματα και οι λύσεις που έδωσες προβληματικές. Συνεχώς δημιουργείς παρακάμψεις αλλά δε ξεφεύγεις.
Το ξυπνητήρι χτυπάει, τώρα! Καθυστερημένο! Όμως…
Τέρμα η φιλοσοφία, που μείναμε;
Νομίζεις σου φτάνει ο χρόνος; Κι εσύ; Για σένα; Άσε με εμένα…
Το μοτέρ παίρνει μπροστά μαζί και το χρονόμετρο. Κάθε χτύπος μιά σκέψη, κάθε χτύπος μιά δουλειά. Θα σταματήσει αργά το βράδυ που θα κλείσει ο κύκλος. Τότε…
Η Ψυχή θα σε βάλει για Ύπνο και με τα παιδιά του, Μορφέα, Φοβήτορα και Φάντασο θα βολοδέρνει όλη Νύχτα ανάμεσα στ’ άστρα!

Όνειρο ήταν και… πάει;


Όνειρο ήταν και πάει!
Φαίνεται το νυχτερινό καρπούζι σε συμμαχία με τη λαιμαργία στάθηκε βαρύ. Ποτάμια αίμα στο στομάχι αλλά εκείνο αγκομαχά. Σ’ αυτή την άβολη κατάσταση με πρόλαβε η REM υπνική κατάσταση. Ξέρεις, αυτός ο γεμάτος όνειρα και ζωντανές παραισθήσεις, ο παράδοξος ύπνος!Κι έτσι άρχισε η φαντασία να πλάθει ιστορία με ότι υλικό της ερχόταν διαθέσιμο.
Ήταν, λέει, πρωί. Από κείνα τα γλυκά ροδίσματα πριν βγει ο ήλιος που σε σπρώχνουν να πετάξεις στους ουρανούς. Και αυτό έκανα, πέταξα! Ενα ελεύθερο κι ανάλαφρο πέταγμα, όπου ήθελα. Συνέχεια

Διά το τυπικόν!

Ετικέτες

,


γραφει ο πασχαλης μωυσιαδης

Πήραν τη μεγάλη απόφαση της επιστροφής στην πατρίδα. Πήραν και μιά ξύλινη κάσα να στοιβάξουν το κέρδος είκοσι πέντε χρόνων! Μιά ραπτομηχανή χειρός Mitsubishi, μιά κάσα εργαλεία, υφάσματα για κουρτίνες, ντραπαρίες, σεντόνια, κανένα κουστούμι, φορέματα… σχεδόν όλο το νοικοκυριό. Έκανε ειδικό μάθημα για τη συσκευασία ώστε να φτάσει το κιβώτιο στην Ελλάδα με ασφάλεια. Θα ταξίδευε με πλοίο από Μελβούρνη και θα περνούσε θάλασσες και τρικυμίες και… την υγρασία που την βάζεις! Βγήκε βέβαια λίγο μεγαλούτσικο, είναι αλήθεια, κοντά στο 1χ1,5χ1,5 μέτρα αλλά, κόποι μιας ζωής συμπιεσμένοι σ’ ένα τόσο δα κουτί;

Συνέχεια