γραφει ο αρισταρχος

γαρυφαλοΉταν λέει εκεί και μας χαιρετούσε σαν νάμαστε χιλιόμετρα μακριά. Μισόκλεισε τα μάτια κι έβαλε το χέρι σκίαστρο πάνω στα φρύδια του. Λίκνισε το ντυμένο στ’ άσπρα λεπτό του σώμα μπρος πίσω και ύστερα σωριάστηκε κάτω σαν άδειο σακί. Έμεινε ακίνητος μ’ ανοιχτά τα πόδια, στόμα, μάτια και προτεταμένο το μικρό του γενάκι. Νομίσαμε πως πέθανε και τρέξαμε από πάνω του. Μα κείνος ήταν ζωντανός και χαμογελαστός. Σηκώθηκε και τίναξε τις βρωμιές από το άσπρο του κουστούμι, έσιαξε το κόκκινο γαριφαλάκι  στην μπουτονιέρα του και έφυγε σηκώνοντας ελαφρά το χέρι. Τον παρακολουθήσαμε μέχρι που χάθηκε στην στροφή μ’ εκείνο το ιδιαίτερο πηδηχτό περπάτημα. Ύστερα κοιταχτήκαμε με απορία, χαμογελάσαμε και πήραμε τον αντίθετο μ’ αυτόν δρόμο.

Ποιος νοιάζονταν για έναν γέρο παραλυμένο με ιδιοτροπίες και άσπρα ρούχα. Άλλωστε ούτε και που τον ξέραμε. Νεαροί φοιτητές, εμείς,  που περάσαμε κοντά στην ηλιόλουστη παραλία δέκα αγόρια και κορίτσια για να σεργιανίσουμε την ξεγνοιασιά μας. Η θάλασσα πλατιά η παραλία μεγάλη και το μάτι ξεφεύγει σε μεγάλες αποστάσεις αφήνοντας ένα κενό και μια τάση να βρεις παγκάκι για να ημερέψεις. Δεν θέλεις την σκιά παρά μόνο το κάψιμο και το σμπαράλιασμα του ήλιου που έπεφτε κατακόρυφα. Ύστερα ακολουθεί μια αποχαύνωση που θα σου πάρει ώρα για να την ξεπεράσεις. Σχεδόν αμίλητοι μισοξαπλωμένοι πάνω στα κόκκινα παγκάκια μ’ εξαίρεση καμιά εξυπνάδα που αμολούσε όποιου τούρχονταν η έμπνευση περνούσαμε την ώρα μας.

Τον είδα που βγήκε πίσω από το άγαλμα του Αλέξανδρου και περπάτησε μέχρι την άκρη της παραλίας. Ύστερα σήκωσε τόνα του χέρι και χαιρέτησε με ένα άσπρο μαντηλάκι προς την μεριά της θάλασσας ενώ τάλλο του χέρι πέρασε πάνω από τα μάτια του για να τα σκιάσει από του ήλιου τις ακτίνες. Φορούσε τα ίδια άσπρα ρούχα και το κόκκινο γαριφαλάκι. Η λεπτή του σιλουέτα διαγράφονταν εκτυφλωτική καθώς γυάλιζε στον ελαφρύ κυματισμό που έρχονταν από το βάθος.

Και ως τον χάζευα, ξάφνου τέντωσε σε έκταση τα χέρια και σαν άγαλμα έγειρε μπροστά κι εξαφανίστηκε από τα μάτια μου. Χάθηκε μπροστά από την προβλήτα στην θάλασσα. Για μια στιγμή έμεινα ακίνητος μην μπορώντας να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Πετάχτηκα επάνω και έτρεξα προς το μέρος του φωνάζοντας και τους υπόλοιπους. Έμοιαζα να τρέχω μόνος σαν τρελός κατευθείαν στην θάλασσα.  Κάλυψα την απόσταση σχετικά πολύ γρήγορα και στάθηκα στο ίδιο μέρος που στεκόταν αυτός. Μπροστά μου η θάλασσα ρηχή, αφού φαινόταν οι πέτρες και τα φύκια. Αλλά από τον λευκοφορεμένο ούτε ίχνος. Θαρρείς τον πήρε η θάλασσα και τον τράβηξε στα βαθιά.

Έμεινα να δείχνω την θάλασσα με κανά δυό φίλους που έτρεξαν μαζί μου. Κοίταζαν κι αυτοί απορημένοι μην  μπορώντας να καταλάβουν. Σε λίγο ήρθε όλη η παρέα. Με κοίταζαν περίεργα καθώς και το μέρος που τους έδειχνα. Με ρωτούσαν επανειλημμένα τι συνέβη και έτρεξα σαν τρελός και τι τους δείχνω. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως δεν τον είδε κανένας. Και πώς να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ήταν παρά μια οπτασία που πέρασε μόνο μπροστά από τα δικά μου μάτια.

Μα ναι, πως μου διέφυγε, δεν τον είδατε πριν που έπεσε μπροστά μας; Ναι τον είδαν, μόνο που δεν ήταν αυτός που περιέγραφα αλλά μια κυρία που έσπασε το τακούνι της και σωριάστηκε μπρος μας.   Κι εγώ, εγώ τι είδα; Θεέ μου πως ήταν δυνατόν να είδα τέτοια πράγματα.

Νεαροί φοιτητές και με διάθεση περιπαιχτική οι θεωρίες και τα καλαμπούρια ελάφρυναν την ατμόσφαιρα και κει που όλα πέρασαν σαν μια ονειροπόληση δική μου βγαλμένη από το κάψιμο του ήλιου το… είδα. Μπροστά στην προβλήτα, στα ρηχά. Το πήγαινε τόφερνε το ψιλό κυματάκι. Ένα έντονα κόκκινο γαριφαλάκι που σκάλωσε σε μια πέτρα και ζωντάνευε κάτω απ’ τον ήλιο. Πήδηξα την απόσταση του ενός μέτρου και αδιαφορώντας που τα παπούτσια μου βρέχονταν το πήρα στα χέρια μου και τόνιωσα να με διαπερνάει και να μ’ αναστατώνει. Σκαρφάλωσα επάνω και είδα τους φίλους μου να απομακρύνονται. Τους πλησίασα χωρίς να τους πω τίποτε. Άλλωστε τι νόημα θα είχε, ένα γαριφαλάκι που έπεσε από κάποια μπουτονιέρα και προφανώς όχι ενός φαντάσματος.

-Τι κρατάς παιδί μου στο χέρι σου, με ρώτησε η μητέρα μου.

Της έδειξα το κόκκινο γαρύφαλλο. Το πήρε στα χέρια της και το μύρισε λέγοντας “μοσχοβολάει!”.

-Ο παππούς σου φορούσε πάντα στο πέτο ένα τέτοιο γαρύφαλλο. Ά, ήτανε bon viveur. Με τέτοια καμώματα την ξετρέλανε την μάνα μου και τον λάτρευε.

-Και πως πέθανε ο παππούς ρε μάνα;

-Λένε πως τον πήρε ένα μεγάλο κύμα και χάθηκε, σαν κι αυτό το… πως το λένε. Τσουνάμι; Να μια φωτογραφία του παρέα με την γιαγιά σου.

Εκεί στην μέση της ασπρόμαυρης φωτογραφίας μέσα σε μια κορνιζούλα ψηλός ευθυτενής μέσα στο άσπρο του κουστούμι χωρίς γαρύφαλλο στην μπουτονιέρα και αγκαλιά με την γιαγιά μου στεκόταν και ήταν… Θεέ μου αυτός!. Ο παππούς μου, πως δεν τόχα σκεφτεί πιο μπροστά. Χάϊδεψα το καδράκι και έβαλα μπροστά του το γαρύφαλλο αφού πρώτα το φίλησα.

Δυστυχώς τα όνειρα έρχονται μόνα τους και δεν μπορούμε να τα μεθοδεύσουμε. Έτσι παρά την λαχτάρα μου πως θα τον έβλεπα στον ύπνο μου κοιμήθηκα και ξύπνησα χαρούμενος χωρίς να δω όνειρα.

Πριν να φύγω για το πανεπιστήμιο έριξα μια ματιά πάλι στην φωτογραφία του παππού μου. Ναι, ήταν έτσι όπως τόπε η μάνα μου, με ένα γαρύφαλλο στο πέτο. Κι αυτό που είχε στην μπουτονιέρα του ήταν τόσο έντονα ζωντανό, και αυτό που άφησα δεν υπήρχε πια.

Πέρασε ο καιρός και μαζί πέρασε και η αθωότητα των νεανικών χρόνων. Προσπαθώ να καταλάβω πόση μαγεία μπορεί να κρύβεται πίσω από πλαστά γεγονότα. Γεγονότα που η φαντασία μας κινούμενη από αρίφνητες δυνάμεις, που θάλεγε και ο Καζαντζάκης, μπορεί να τα κάνει πραγματικότητα και το κυριότερο να τα δώσει μια διάσταση πέραν της πραγματικής εκεί στο υπερβατικό. Μόνο πίστη και θέληση χρειάζεται.